-
1 μεθ-ορμίζω
μεθ-ορμίζω, aus einem Hafen in den andern bringen, οὐκ ἐν καλῷ ἔφη αὐτοὺς ὁρμεῖν ἀλλὰ μεϑορμίσαι ἐς Σηστὸν παρῄνει, Xen. Hell. 2, 1, 25; στόλον, Plut. Alc. 37; übh. aus einer Lage in die andere bringen, ἐξ ἕδρας μεϑώρμισα τὸν πλόκαμον, Eur. Bacch. 929; u. auf den Geist übertr., τοῦ νῦν σκυϑρωποῦ καὶ ξυνεστῶτος φρενῶν μεϑορμιεῖ σε, wie μεϑίστημι gebraucht, Alc. 801. – Med. zur See von einem Orte zum andern fahren, ἐκ od. ἀπό – ἐς, Her. 2, 115. 7, 182 Thuc. 6, 88; übertr., μεϑορμίσασϑαι μόχϑων πάρα, Eur. Med. 443, vgl. 258.
См. также в других словарях:
μεθορμίζω — (Α μεθορμίζω, Α και ιων. τ. μετορμίζομαι) 1. μετακινώ ή μεταφέρω πλοίο από ένα λιμάνι σε άλλο («καὶ παραινοῡντος εἰς Σηστὸν μεθορμίσαι τὸν στόλον», Πλούτ.) 2. μέσ. μεθορμίζομαι (για πλοίο) καταπλέω από ένα λιμάνι σε άλλο (α. «ο στόλος… … Dictionary of Greek